Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

Δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να κοιμάται

Κοίταξε τριγύρω του λαχανιασμένος, ψάχνοντας να βρει κάποια διέξοδο. Οι ήχοι υγρού συρσίματος που άκουγε από το κάτω πάτωμα σε συνδυασμό με την έντονη δυσωδία ψαριού σε αποσύνθεση του προκαλούσε τρόμο. Τρόμο όχι για τον επικείμενο θάνατο του, αλλά για την αποφράδα περίπτωση που θα έπεφτε στα χέρια τους ζωντανός. Τον θάνατο τον είχε αποδεχτεί, αλλά αυτά που είχε δει με τα μάτια του ήταν που τον έκαναν να τρέμει και να παρακαλάει να χάσει τα λογικά του. Με μια φρενήρη αγωνία αποφάσισε να ηχογραφήσει όσα περισσότερα μπορούσε από αυτά που συνέβησαν και πάτησε το κόκκινο κουμπί στην οθόνη του κινητού για να αρχίσει την ηχογράφηση.

«Ονομάζομαι Κώστας Γεωργίου και αυτή είναι η τελευταία ηχογράφηση που θα ακούσετε ποτέ από εμένα. Βρίσκομαι κλεισμένος στο σπίτι μου και ξέρω ότι ο κάτω όροφος έχει ήδη παραβιαστεί και δεν είμαι μόνος μου πλέον. Δεν τους βλέπω, αλλά τους ακούω και τους μυρίζω. Έχω καλέσει την αστυνομία, αλλά ξέρω ότι πριν έρθουν, θα είμαι ήδη νεκρός. Όλα ξεκίνησαν πριν από έναν χρόνο, όταν η βόλτα μου στο κέντρο κατέληξε σε ένα από τα παλαιοβιβλιοπωλεία της Ηφαίστου. Δεν ήξερα τι έψαχνα, δεν ήξερα γιατί μπήκα στο βιβλιοπωλείο με τα σκονισμένα ράφια και τον ρυτιδιασμένο ιδιοκτήτη, αλλά αυτό που βρήκα εκεί ευθύνεται για ό, τι συνέβη μετά. «Μεγάλοι Παλαιοί: Δοξασίες και μύθοι από όλο τον κόσμο»: Ένα βιβλίο με ανίερες ιστορίες και θρύλους που σχετίζονται με τους Μεγάλους Παλαιούς και ξεκινάνε από την αρχαιότητα και φτάνουν στο σήμερα, με δοξασίες ξεχασμένες από αιώνες και φύλλα κιτρινισμένα και σκισμένα. Πήρα το βιβλίο χωρίς παζάρια και όταν έφτασα σπίτι άρχισα να το ξεφυλλίζω με ανυπομονησία».

     Η μυρωδιά από τον κάτω όροφο έμοιαζε να πλησιάζει, ενώ λαρυγγικοί ήχοι που δεν μπορεί να ήταν ανθρώπινοι και έμοιαζαν να αποτελούν μέρος μιας επικοινωνίας δυνάμωναν σιγά-σιγά. Πάτησε την «παύση» στο κινητό και μετακίνησε τη βιβλιοθήκη και άλλα ογκώδη αντικείμενα μπροστά από την πόρτα για να τους καθυστερήσει και να κερδίσει μερικά λεπτά. Επέστρεψε στο γραφείο του με μάτια που έμοιαζαν να φλέγονται από τον πυρετό και πάτησε το κουμπί για να συνεχιστεί η ηχογράφηση. «Έφτιαξα δυνατό καφέ, κάθισα στην αγαπημένη μου πολυθρόνα και βυθίστηκα στην ανάγνωση του βιβλίου. Όταν σήκωσα τα μάτια μου, είδα με έκπληξη ότι ο ήλιος είχε ήδη πάρει την θέση του στον ουρανό και η κανάτα με τον καφέ είχε αδειάσει από ώρα. Έκλεισα το βιβλίο με τη σφραγίδα του Πανεπιστημίου του Miskatonic στο εξώφυλλο και προσπάθησα να βάλω σε μια σειρά αυτά που είχα διαβάσει.

  Στην αρχή, το όλο θέμα έμοιαζε με μια θεωρία συνωμοσίας, από αυτές που βρίσκουν εύφορο έδαφος την εποχή και τον κόσμο του Internet. Κράτησα βιαστικά σημειώσεις, με τον πυρετικό τρόπο που θα σημείωνε κανείς ένα όνειρο για να μην το ξεχάσει, πριν το συνειδητό εισβάλλει και σβήσει τα πάντα. Το βιβλίο ξεκινούσε από την Πυθία και τον τελευταίο χρησμό που έδωσε πριν πεθάνει, στον Κέκροπα, τον διφυή ιδρυτή της Αθήνας, που ήταν μισός άνθρωπος και μισό φίδι. Ο χρησμός αυτός «Δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να κοιμάται και με το πέρασμα παράξενων αιώνων ακόμη και ο θάνατος μπορεί να πεθάνει» εμφανίζεται αρκετές φορές μέσα στο βιβλίο. Ο Dagon, ένας από τους αρχέγονους θεούς της θάλασσας, μετά το καταστροφικό πέρασμα του από την Μεσοποταμία, πήρε τη θέση του στις ελληνικές θάλασσες με το όνομα Ποσειδώνας και την ανθρωπόμορφη παρουσία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στους θεούς τους. Έπαιξε ενεργό ρόλο στον Τρωικό Πόλεμο, σκοτώνοντας ανεξαρτήτως πλευράς, κάτι που συνέχισε και σε όλους τους πολέμους που ακολούθησαν.

Μια άλλη θεότητα από τους Αρχαίους Θεούς που ήρθαν από το διάστημα, μπορεί να εμφανίζεται σε πολλές μυθολογίες με το όνομα Kraken οδηγώντας στον υγρό τάφο χιλιάδες ναυτικούς, αλλά οι πιστοί του ακόλουθοι τον λατρεύουν με το όνομα Cthulhu. Οι υποθαλάσσιοι σεισμοί σε πολλές περιοχές του Ατλαντικού, το καταραμένο Τρίγωνο των Βερμούδων, οι ανεξήγητες εξαφανίσεις πλοίων και ολόκληρων παραθαλάσσιων περιοχών είναι απλώς σημάδια της ανίερης δράσης του. Ο Πλάτωνας, σε ένα από τα χαμένα έργα του αναφέρει ότι η Ατλαντίδα δεν βυθίστηκε απλώς, αλλά καταστράφηκε από την θεϊκή μανία ενός τερατόμορφου πλάσματος που θύμιζε αρκετά ένα τεράστιο χταπόδι. Ακόμα και σήμερα, όταν θυμάμαι τους υπαινιγμούς που άφηνε το βιβλίο σε πολλές σελίδες του, νιώθω μια ανατριχίλα και την αίσθηση ενός κοσμικού τρόμου να καραδοκεί.  

Οι αναφορές στο απαγορευμένο «Νεκρονομικόν» του τρελού Άραβα ποιητή Αbdul Alhazred, η φρίκη που κρύβεται στα αποσπάσματα του “De Vermis Mysteriis” του Ludwig Prinn από την ελληνική μετάφραση των πρώτων μοναχών του Αγίου Όρους με τίτλο «Τα Μυστήρια του Σκώληκος» με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι αυτά που διαβάζω δεν είναι οι σκέψεις ενός τρελού, αλλά κάτι αληθινό. Ακόμα θυμάμαι αυτό που έγραψα και υπογράμμισα στο σημειωματάριο μου: Μήπως οι μύθοι των θρησκειών είναι έργα των Μεγάλων Παλαιών που κανείς δεν είχε συνδέσει μέχρι τώρα;».  

Στον κάτω όροφο οι φωνές είχαν ενωθεί σε μια απόκοσμη χορωδία σε άγνωστη γλώσσα, με τη φράση "Ia! Ia! Cthulhu Fthagn!" να επαναλαμβάνεται με έναν υπνωτιστικό τρόπο. Ό, τι κι αν ήταν αυτό που συνέβαινε έκανε το σπίτι να τραντάζεται και τους τοίχους να τρεμοπαίζουν, σαν να εξαφανίζονται από αυτή τη διάσταση. Αντιλαμβανόμενος ότι ο χρόνος τελείωνε, συνέχισε και πάλι την ηχογράφηση. «Ξεκίνησα αρχικά από το Νεκρομαντείο της Εφύρας και τον Αχέροντα ποταμό σε μια αναζήτηση στοιχείων που θα μου έδιναν κάτι χειροπιαστό, πέρα από μύθους και θεωρίες. Εκεί, αν και τα περισσότερα στόματα έμεναν ερμητικά κλειστά, βρήκα τα πρώτα στοιχεία για παράξενες τελετουργίες που συνεχίζονται ακόμα και στις μέρες μας. Η λατρεία του θεού Πάνα σε περιοχές της Αρκαδίας, ακόμα και σήμερα, σε συνδυασμό με τις δυσάρεστες τραγόμορφες παραστάσεις σε αγγεία, μου θύμισαν αρκετά τις αναφορές του H.PLovecraft στη Shub-Niggurath, την Αίγα με τα Χίλια Νεογνά και τον τρόμο που προκαλεί με την εμφάνισή της.

Αναζήτησα τον August Derleth, συγγραφέα του βιβλίου, αλλά μετά από αρκετά e-mail και τηλεφωνήματα, με παρέπεμψαν στο αστυνομικό τμήμα του Arkham της Μασαχουσέτης, όπου έμαθα ότι είχε σκοτωθεί σε ένα περίεργο, όπως το χαρακτήρισαν, ατύχημα. Αποφάσισα να ερευνήσω όλες τις αναφορές που βρήκα για ελληνικά μέρη με έντονη την παρουσία των αρχαίων θεών. Στο νησί της Νάξου, η τεράστια πύλη της Πορτάρας μπορεί να είναι το μοναδικό που έχει απομείνει από τον αρχαίο ναό της περιοχής, αλλά οι αναφορές για ανθρωποθυσίες που άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά και τα περίεργα σύμβολα που είναι σκαλισμένα σε πολλά σημεία των πεσμένων λίθων, δείχνουν ότι ο ναός δεν ήταν του Απόλλωνα, αλλά του Nyarlathotep, του θεού που έσπειρε την φρίκη στην Αίγυπτο. Οι δοξασίες μιλάνε για μια πύλη που όντως άνοιξε στην Πορτάρα και για ένα πλάσμα ανείπωτης φρίκης που βγήκε από εκεί. Ελάχιστοι κάτοικοι μου μίλησαν για τις πολλές εξαφανίσεις και όσοι το έκαναν, έδειχναν να ανησυχούν ιδιαιτέρως για τους καμπουριαστούς άντρες με τα γουρλωτά μάτια που κάπνιζαν απέναντι μας, κρατώντας το τσιγάρο ανάμεσα σε δάχτυλα που ενώνονταν με κάτι σαν μεμβράνη. Δεν έδωσα σημασία, καθώς θεώρησα ότι αποτελούν δείγματα εκφυλισμού λόγω ενδογαμίας και αιμομιξίας. Το τελευταίο βράδυ πριν φύγω από το νησί της Νάξου, έμαθα για την εξαφάνιση δύο από αυτούς που μου μίλησαν και έμεινα όλη τη νύχτα άγρυπνος ακούγοντας περίεργους θορύβους και ήχους από νύχια στο σφαλισμένο παράθυρο μου, ενώ διέμενα στον τρίτο όροφο του παλιού ξενοδοχείου στο Λιμάνι. Οι ήχοι εξαφανίστηκαν με τις πρώτες ακτίνες του ηλίου κι εγώ τρέμοντας μπήκα στο πλοίο της επιστροφής.

Το επόμενο ταξίδι με έφερε στο νησί που αναφερόταν σε πολλά σημεία στο βιβλίο, αλλά και σε όσες ακόμα πηγές μπόρεσα να βρω μετά από πολύ κόπο και αναζήτηση: την Σαμοθράκη. Μετά από ένα κουραστικό ταξίδι σε ένα γεμάτο τραίνο, έφτασα στην Αλεξανδρούπολη και από εκεί πέρασα απέναντι, ενώ καθ’ όλη τη διαδρομή, το πλοίο περιτριγύριζαν κάποια θαλάσσια ζώα. Στα θολά και κατάμαυρα νερά του Θρακικού Πελάγους φαίνονταν σαν δελφίνια, αλλά σε κάποιο καθρέφτισμα του ήλιου μου φάνηκε ότι είδα ανθρώπινα χέρια. Ανατρίχιασα και προσπάθησα να ηρεμήσω τον εαυτό μου με τη δικαιολογία ότι το μυαλό μου παίζει παιχνίδια από την αϋπνία και την κούραση του πολύωρου ταξιδιού. Κατέβηκα από το πλοίο και πήρα τον δρόμο για το ξενοδοχείο που είχα κλείσει, ένα απόμερο πέτρινο οίκημα στην άκρη του λιμανιού, έχοντας την αίσθηση ότι κάποιος με ακολουθεί. Για την έντονη δυσοσμία μούχλας και ψαρίλας που έκαιγε τα ρουθούνια μου, θεώρησα ότι έφταιγε το λιμάνι και τα δίχτυα των ψαράδων που ίσως δεν είχαν καθαριστεί καλά.

Έφαγα ένα ελαφρύ δείπνο και κοιμήθηκα ανήσυχα, με ολοζώντανα όνειρα γεμάτα βρώμικο θαλασσινό νερό, βατραχόμορφα όντα και μουσική που οι κλίμακες της δεν έμοιαζαν με κάτι που είχα ξανακούσει. Ξύπνησα αρκετές φορές στη διάρκεια της νύχτας, ιδρωμένος και τρομαγμένος, αλλά μόλις κατάφερνα να ξανακοιμηθώ, το όνειρο συνέχιζε από εκεί που είχε σταματήσει. Όταν επιτέλους ξημέρωσε, πλύθηκα και ξυρίστηκα διαπιστώνοντας πόσο χλωμός φαίνομαι, πλήρωσα το ξενοδοχείο και κατευθύνθηκα στην αγορά. Αγόρασα μερικές προμήθειες, έναν χάρτη και φακό και νοίκιασα αυτοκίνητο για να μπορέσω να πάω στα μέρη των κατεστραμμένων ιερών των χθόνιων θεών. Το βιβλίο συνέδεε την λατρεία των χθόνιων θεών στη Σαμοθράκη με τους Μεγάλους Παλαιούς, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στο Ιερό των Μεγάλων Θεών. Οι Μεγάλοι Θεοί ήταν χθόνιοι θεοί, διαφορετικοί των Ολύμπιων, με πολλές αναφορές στα Καβείρεια Μυστήρια.

Με την αίσθηση ότι κάποιος με ακολουθεί ακόμα πιο έντονη, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για το βόρειο τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα την Παλαιόπολη. Μυστηριακό κέντρο κατά την αρχαιότητα, χτισμένη στους πρόποδες του επιβλητικού όρους Σάος, δίπλα ακριβώς στη θάλασσα και με το Ιερό των Μεγάλων Θεών να δεσπόζει εκεί, ήταν το μέρος που θεωρούσα ότι πρέπει να επικεντρώσω τις έρευνες μου. Νοίκιασα ένα δωμάτιο από έναν ψαρά της περιοχής, ο οποίος μου ζήτησε να πληρώσω προκαταβολικά για τις μέρες που θα έμενα. Δέχτηκα και αφού εγκαταστάθηκα στο μικρό δωμάτιο, ξεκίνησα για το Ιερό. Φτάνοντας εκεί, ήξερα ότι δεν είχα κάνει λάθος στην επιλογή μου. Οι τεράστιες πέτρες των ερειπίων της Αρχαίας Πόλης και του Ιερού των Μεγάλων Θεών έφεραν πάνω σχέδια που απείχαν πολύ από κάτι που θα έβλεπες σε έναν αρχαιολογικό χώρο.

Πέρασα όλη την μέρα μου εκεί, ανάμεσα σε πλατάνια, πικροδάφνες και σχέδια που ακόμα και στο φως της μέρας προκαλούν ανατριχίλα: Αγγεία, λατρευτικές στήλες, ακόμα και αγάλματα με θεόρατα χταπόδια που έτρωγαν ολόκληρα πλοία, ένα κοιμισμένο χταποδόμορφο ον στον βυθό της θάλασσας, δυσοίωνες φιγούρες που προσέφεραν θυσία κάτω από έναστρο ουρανό με αστερισμούς πολύ διαφορετικούς από τους δικούς μας, δύσμορφα όντα με τεράστια νύχια και φτερά ενάντια σε κάθε νόμο της φύσης και, το χειρότερο όλων, αυτό που ακόμα και σήμερα μου προκαλεί ρίγη, ανθρώπους που ετοιμάζονται να μπουν στο νερό, καμπουριασμένους, με τα δάχτυλα ενωμένα με μεμβράνες. Όταν σκοτείνιασε, μπήκα στο αυτοκίνητο και πήρα τον δρόμο της επιστροφής, κοιτάζοντας συνεχώς από τον κεντρικό καθρέφτη, επηρεασμένος, ίσως, από αυτά που είδα.  

Μια λάθος στροφή με έφερε μπροστά από έναν παράξενο ναό που δεν είχα προσέξει πριν και ανθρώπους που περίμεναν να μπουν μέσα. Αποφάσισα να αγνοήσω τα οργισμένα βλέμματα των πιστών και λίγο πριν ξεκινήσει η λειτουργία, μπήκα και στάθηκα στην είσοδο, όπου η μυρωδιά της ψαρίλας ήταν πολύ έντονη. Ο ναός δεν έμοιαζε με κάτι που είχα ξαναδεί, με παντελή απουσία εικόνων, αγαλμάτων και σταυρών, εκτός από την επιγραφή “Order of Dagon”. Όταν έκανε την εμφάνισή του ο πολύ ηλικιωμένος ιερέας κρατώντας ένα χρυσό άγαλμα βατράχου και ντυμένος με μωβ άμφια με υβρίδια ανθρώπων και βατράχων ως διακοσμητικά σχέδια, άνοιξα την πόρτα και έφυγα τρέχοντας. Μπήκα γρήγορα στο αυτοκίνητο, με τις ψαλμωδίες σε μια άγνωστη γλώσσα να ηχούν ακόμα στα αυτιά μου. Γύρισα στο δωμάτιο μου και ξάπλωσα χωρίς να φάω, πίνοντας λαίμαργα από ένα μπουκάλι τοπικού κρασιού, μέχρι που λιποθύμησα από το ποτό.

Τα όνειρα μου αυτό το βράδυ ήταν πολύ χειρότερα. Έβλεπα ότι κολυμπάω σε κατάμαυρα νερά χωρίς να χρειάζεται να βγαίνω στην επιφάνεια για ανάσα, ενώ όταν κοίταξα κάτω, είδα στο λαιμό μου να φουσκώνουν βράγχια και στη θέση των χεριών μου απολήξεις με φολιδωτά λέπια. Ξύπνησα κάθιδρος και τρέμοντας και ανασηκώθηκα, προσέχοντας ότι φοράω ακόμα τα ρούχα μου και ότι αυτά έσταζαν σαν να έχω κολυμπήσει στη θάλασσα. Κοίταξα το κινητό, 3:15. Δεν μπορούσα να ξανακοιμηθώ, έτσι έφτιαξα ένα τσάι και άναψα τη λάμπα για να διαβάσω τις σημειώσεις μου. Οι μακρινοί ήχοι τυμπάνων τράβηξαν την προσοχή μου και άνοιξα το παράθυρο για να καταλάβω από που έρχεται ο ήχος. Στον ουρανό ένα ολόγιομο κόκκινο φεγγάρι έλουζε με μια ανατριχιαστική, άρρωστη, απόχρωση τα ερείπια του Ιερού. Πήρα τον φακό, τον σουγιά και την φωτογραφική μου μηχανή και ξεκίνησα με τα πόδια για την πηγή του ήχου.

Πλησίασα με προσοχή το αρχαίο Ιερό και είδα να καίνε μεγάλες φωτιές και σκοτεινές φιγούρες να χορεύουν σε έναν μεγάλο κύκλο, ενώ άλλοι έπαιζαν τύμπανα. Με προσοχή και κρυμμένος ανάμεσα σε θάμνους και ερείπια, πλησίασα κι άλλο. Όσο πλησίαζα, οι σκοτεινές φιγούρες φωτίζονταν από τις μεγάλες φωτιές και φανέρωναν τα βδελυρά χαρακτηριστικά τους. Με τρόμο είδα ότι αποτελούνταν από μια αποτρόπαια μίξη ανθρώπινων και βατραχοειδών χαρακτηριστικών, θυμίζοντας τις αναπαραστάσεις των αγγείων που είχα δει νωρίτερα. Η γύμνια τους άφηνε να φανούν τα βατραχοειδή χαρακτηριστικά τους σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια: Βράγχια κάτω από ανθρώπινους λαιμούς, πόδια βατράχων που κατέληγαν σε άφυλους κορμούς και γουρλωτά μάτια γεμάτα ηλιθιότητα. Ακόμα και ο τρόπος που κινούνταν και χόρευαν δεν είχε κάτι το ανθρώπινο, αλλά περισσότερο θύμιζε πλάσμα που προσπαθεί να σταθεί στα δύο πόδια του. Οι γκροτέσκες φιγούρες ύψωναν κάθε τόσο τα χέρια τους στον ουρανό, ενώ έψελναν μια επαναλαμβανόμενη φράση σε μια άγνωστη γλώσσα, που ακουγόταν σαν "Ph'nglui mglw'nafh Cthulhu R'lyeh wgah'nagl fhtagn". Στο κέντρο, είδα τον ιερέα του ναού του Dagon, ο οποίος, ντυμένος με άμφια, πρωτοστατούσε στην ανίερη αυτή τελετή.

Αυτά που συνέβησαν στη συνέχεια, στοιχειώνουν τους εφιάλτες μου κάθε βράδυ από τότε. Όσο οι ψαλμωδίες κορυφώνονταν και οι κινήσεις γίνονταν πιο γρήγορες, άρχισε να εμφανίζεται μια τρύπα στο κέντρο του ιερού, η οποία μεγάλωνε. Ο αέρας έγινε πιο πηχτός και γέμισε με την χειρότερη αποφορά που είχα μυρίσει ποτέ, ένα κράμα ψαρίλας, σάπιου κρέατος και στάσιμων νερών. Όταν η πύλη σταμάτησε να μεγαλώνει, αυτό που άρχισε να προβάλει από μέσα, δεν μπορεί να ήταν από αυτόν τον κόσμο. Ένα τερατώδες γιγάντιο πλάσμα με χταποδοειδείς απολήξεις γεμάτες φολίδες δράκου, γαμψά νύχια στα πόδια, φτερά και ένα κεφάλι χταποδιού με πλοκάμια γύρω από το στόμα του. Η μορφή του τρεμόπαιζε και άλλαζε, ενώ δεν περπατούσε, αλλά έμοιαζε να σέρνεται με έναν γλιτσερό ήχο. Μια τεράστια, ασαφής μάζα φρίκης που δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Όταν άρπαξε με κάποιο από τα πλοκάμια του τον πρώτο πιστό που το πλησίασε και τον άδειασε από αίμα και ζωή με έναν φριχτό ρουφηχτό ήχο, δεν άντεξα και σπλαχνικά έχασα τις αισθήσεις μου.

Όταν συνήλθα, τα πάντα είχαν τελειώσει και ο ήλιος έστελνε τις ακτίνες του ξορκίζοντας τα συμβάντα της νύχτας. Έτρεξα στο δωμάτιο μου, μάζεψα τα πράγματα μου και μπήκα στο πρώτο πλοίο που έδεσε στο λιμάνι. Στη διαδρομή μέχρι το σπίτι μου, διαπίστωσα με τρόμο ότι…».

Από την ανακοίνωση της Αστυνομίας, μία μέρα μετά: Νεκρός βρέθηκε ένας άνδρας 36 ετών, στο διαμέρισμά του στα Άνω Πατήσια, μετά από ενημέρωση των περίοικων για δυνατούς θορύβους που ακούγονταν από μέσα. Η αιτία του θανάτου του είναι απροσδιόριστη, αλλά φαίνεται ότι πιθανώς δέχτηκε επίθεση από κάποιο άγριο ζώο, καθώς το πτώμα του φέρει σημάδια από μεγάλα νύχια, ενώ όλο το αίμα του έχει στραγγιστεί με άγνωστο τρόπο.